- ὀρθοδίκας
- ὀρθοδῐκας1 of correct judgements
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ P. 11.9
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ P. 11.9
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ορθοδίκας — ὀρθοδίκας, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί ὀρθοδίκης) αυτός πάνω στον οποίο στηρίζεται το δίκαιο, ο οποίος ανορθώνει τη δικαιοσύνη («ὀρθοδίκαν γᾱς ὀμφαλόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + δικᾱς / δίκης (< δίκη), πρβλ. ιθυ δίκης] … Dictionary of Greek
ὀρθοδίκαιον — ὀρθοδίκας by which justice is upheld masc/fem acc sg ὀρθοδίκας by which justice is upheld neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοδίκαν — ὀρθοδίκᾱν , ὀρθοδίκας by which justice is upheld masc acc sg (epic doric aeolic) ὀρθοδίκας by which justice is upheld masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ὀρθοδίκου — ὀρθόδικος by which justice is upheld masc/fem/neut gen sg ὀρθοδίκας by which justice is upheld masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)